Λα Τεν

Λα Τεν
(La Tene). Τοποθεσία στη λίμνη της Νεσατέλ της Ελβετίας, όπου ανακαλύφθηκαν ίχνη ενός προϊστορικού οικισμού, ή μάλλον ενός τόπου λατρείας, με άφθονα μετάλλινα αντικείμενα, κυρίως όπλα. Παρόμοια αντικείμενα, ανάλογου σχήματος, βρέθηκαν στη Γαλλία, στην Αυστρία, σε ένα τμήμα της κοιλάδας του Δούναβη, στην πεδιάδα του Πάδου, στη νότια Γερμανία και στην Αγγλία. Η ομοιότητα όλων αυτών των ευρημάτων οδήγησε τους επιστήμονες στην απόδοση του γενικού χαρακτηρισμού Λ.Τ. σε κάθε εκδήλωση του πολιτισμού που αναπτύχθηκε στις περιοχές αυτές από τον 5o έως τον 1o αι. π.Χ. Οι πληροφορίες των αρχαίων Ελλήνων και Ρωμαίων συγγραφέων συγκλίνουν στην άποψη ότι φορείς αυτού του πολιτισμού ήταν οι Κέλτες ή οι Γαλάτες. Ο πολιτισμός Λ.Τ., διάδοχος του πολιτισμού της Χάλστατ (7ος-6ος αι. π.Χ.), διαφοροποιείται από εκείνον στο επίπεδο των στενών επαφών που διατηρούσε με τον μεσογειακό κόσμο (Έλληνες και Ετρούσκους) και στην πρωτοτυπία της διακόσμησης, η οποία χρησιμοποιεί τα χαρακτηριστικά στοιχεία της κλασικής τέχνης (μορφές ζώων, φυτών κ.ά.) με τέτοιον τρόπο ώστε να τους αφαιρεί τον νατουραλιστικό χαρακτήρα και να τα μετατρέπει σε φανταστικά αραβουργήματα. Το συγκεκριμένο είδος διακόσμησης εμφανίζεται κυρίως στη χρυσοχοϊκή, στα νομίσματα, στις πόρπες, στα βραχιόλια, σε χάλκινα αντικείμενα, όπως και στην κεραμική και στις άλλες ελάσσονες τέχνες. Εκτός από τις διάφορες άλλες τεχνικές, πολύ γνωστή και διαδεδομένη ήταν η ενθετική για τη διακόσμηση σιδερένιων αντικειμένων. Την περίοδο Λ.Τ. χαρακτηρίζει και το εξελιγμένο κοινωνικό σύστημα που ανέπτυξε στη διάρκεια του 2ου και του 1ου αι. π.Χ. Η μέχρι τότε φεουδαρχική κοινωνία, με τα μεμονωμένα πριγκιπικά κρατίδια, οργανώθηκε από τους κέλτικους λαούς, εξαιτίας της αυξανόμενης κυκλοφορίας του νομίσματος και της εξέλιξης της βιοτεχνικής παραγωγής (αγγεία, τροχήλατα κ.ά.), σε μια αστική κοινωνία, με μεγάλα, ισχυρά οχυρωμένα κέντρα, τα oppida (τα περιγράφει ο Ιούλιος Καίσαρας στο έργο του De bello Gallico). Πελέκεις του πολιτισμού Λα Τεν, που αναπτύχθηκε στη β’ περίοδο της εποχής του σιδήρου στην Κεντρική Ευρώπη (Κρατικό Μουσείο, Λουξεμβούργο).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • τέν(ν)o — ο, Ν άκλ. τίτλος που λάμβανε ο αυτοκράτορας τής Ιαπωνίας μετά τον θάνατό του, μαζί με το όνομα τής βασιλικής επώνυμης περιόδου κατά την οποία είχε βασιλεύσει. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιαπ. tennō) …   Dictionary of Greek

  • Τεν Μπρινκ, Γιόχαν — (Ten Brink, 1834 – 1901). Ολλανδός συγγραφέας. Διετέλεσε καθηγητής της λογοτεχνίας στο πανεπιστήμιο του Λέιντεν. Τα κυριότερα από τα έργα του τιτλοφορούνται: Εικονογραφημένη ιστορία της ολλανδικής λογοτεχνίας, Ιστορικό δοκίμιο για τη Γαλλική… …   Dictionary of Greek

  • Τεν, Ιπολίτ Αντόλφ — (Taine, Βουζιέ, Αρδένες 1828 – Παρίσι 1893). Γάλλος φιλόσοφος, ιστορικός και κριτικός. Μετά τις σπουδές του στο Παρίσι, επέστρεψε για λίγο στην επαρχία ως καθηγητής γυμνασίου και από το 1864 δίδαξε αισθητική και ιστορία της τέχνης στη Σχολή Καλών …   Dictionary of Greek

  • ογκρα(ν)τέν — το άκλ. τρόπος μαγειρέματος και είδος φαγητού που έχει ως βάση άσπρη σάλτσα και αβγά και γίνεται συνήθως στο φούρνο. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. au gratin «υπόλειμμα φαγητού» και «τσιγάρισμα, φρύγμα»] …   Dictionary of Greek

  • τείνω — ΝΜΑ 1. τεντώνω (α. «τείνω το τόξο» β. «ὅρα μὴ κατὰ τὴν παροιμίαν ἀπορρήξωμεν πάνυ τείνουσαι τὸ καλώδιον», λουκιαν.) 2. φέρω προς τα εμπρός, προτείνω, προβάλλω (α. «τείνω την κεφαλή» β. «τείνω την χείρα» γ. «ἀσπίδα τείνας», Ανθ. Παλ. δ. «χεῑρας… …   Dictionary of Greek

  • Κέλτες — Λαός της κεντρικής Ευρώπης, ο οποίος, από τη 2η χιλιετία π.Χ., άρχισε να μεταναστεύει σε διάφορες περιοχές της Ευρώπης. Οι Κ., έπειτα από αλλεπάλληλες μεταναστεύσεις, έφτασαν στην Ιβηρική χερσόνησο, στα Βρετανικά νησιά και στην Ιταλία (κατάληψη… …   Dictionary of Greek

  • ευθυτενής — ές (ΑΜ εὐθυτενής, ές) ο ευθύς, ο ίσιος (α. «ευθυτενές παράστημα» β. «εὐθυτενὴς πλοῡς» γ. «εὐθυτενῆ τὴν τρίχα» δ. «εὐθυτενὴς τομή») αρχ. μσν. δίκαιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευθυ * + τενής (< θ. τεν πρβλ. τείνω < *τέν jω), πρβλ. εκ τενής, σχοινο… …   Dictionary of Greek

  • κόμικς — (comics). Σειρές ασπρόμαυρων ή έγχρωμων σκίτσων, που διηγούνται ιστορίες ποικίλου περιεχομένου και είτε δημοσιεύονται σε εφημερίδες και σε περιοδικά –σε συνέχειες ή ως αυτοτελείς ιστορίες– είτε αποτελούν ανεξάρτητες εκδόσεις. Τα σκίτσα είναι… …   Dictionary of Greek

  • προτένισμα — ίσματος, τὸ, Α 1. το προεκτεινόμενο στέγασμα 2. μτφ. η σκέπη τού ουρανού. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + θ. τεν τής απαθούς βαθμίδας τού τείνω (πρβλ. τέν ων, ευθυτεν ής) + κατάλ. ισμα (< ρ. σε ίζω)] …   Dictionary of Greek

  • Βέλγιο — Κράτος της βόρειας Ευρώπης, μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης.Συνορεύει Β και ΒΑ με την Ολλανδία, Α με τη Γερμανία, ΝΑ με το Λουξεμβούργο, Ν με τη Γαλλία, ενώ ΒΔ βρέχεται από τη Βόρεια θάλασσα.Το κράτος του Β. (που τα σημερινά σύνορά του σε γενικές… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”